Ανταπόκριση Singloud Tv
Σύνταξη: Λεωνίδας Περιφάνης
Φωτογραφία: Αντώνης Ξενάκης
Να και κάτι που θα έχω να θυμάμαι…
Ένας μικρός πρόλογος πριν μπω στο κυρίως θέμα.
Δευτέρα η ημέρα και οφείλω να δώσω το παρόν στο ΚΥΤΤΑΡΟ LIVE CLUB στην Αθήνα για να παρακολουθήσω το live των Αμερικανών SUMAC. Μιας και ήταν η πρώτη τους επίσκεψη στη χώρα μας, επρόκειτο για μια ιδιαίτερη στιγμή για τους fans τους εδώ στην Αθήνα – κι αυτό φάνηκε από νωρίς, αφού το Κύτταρο είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει αρκετή ώρα πριν την έναρξη.
Ο πρόλογος όμως έχει να κάνει περισσότερο με τη δική μου απειρία σε σχέση με αυτό που άκουσα. Όντας λάτρης της πιο μελωδικής σκηνής του σκληρού ήχου, χθες άκουσα κάτι που πραγματικά κατάλαβα τι σημαίνει το “δεν είναι για όλα τα αυτιά”. Παρ’ όλο που έχω ανοιχτό μουσικό ορίζοντα, προσπάθησα πολύ να κατανοήσω τι ακριβώς ακούω. Και προσπάθησα πραγματικά – όχι επιφανειακά. Οπότε, αυτό που θα διαβάσετε είναι η εμπειρία ενός ανθρώπου που κολύμπησε στα πολύ βαθιά ύδατα της post/experimental σκηνής. Το disclaimer το έκανα. Διαβάζετε υπεύθυνα τώρα.
Η ώρα είναι 20:50 και η πλατεία δείχνει ήδη να έχει πάνω από 200 άτομα. Έχω πιάσει μία καλή θέση στον εξώστη για να έχω καθαρή οπτική αλλά και ηχητική. Στις 21:00 ακριβώς, οι Omega Monolith ανεβαίνουν στη σκηνή. Το instrumental ντουέτο μάς προσέφερε μία μουσική εμπειρία – ή καλύτερα, μια περιπέτεια – που κράτησε ακριβώς 45 λεπτά. Στη σκηνή έβλεπες μόνο ένα drumset και, απέναντι, ένα σύμπαν από πεταλιέρες, μίκτες, gadgets και loopers. Αναρωτήθηκα αν θα χρειαστώ setlist, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν χρειάστηκε. Δεν θα ήξερα έτσι κι αλλιώς τι να ψάξω. Όμως αυτό που άκουσα, μου άρεσε. Πολύ. Και όχι μόνο σε εμένα.
Μιλάμε για μια ταξιδευτική μουσική περιπέτεια, όπου – στο μυαλό μου – ο ήρωας ξεκινάει από τον βούρκο για να παλέψει για μια ακόμη ευκαιρία να ζήσει. Έτσι το βίωσα εγώ, μάγκες μου. Δεν ακούστηκε ούτε “α” από την μπάντα. Ούτε ένα «Καλησπέρα, είμαστε οι Omega Monolith». Μόνο μουσική. Ο σκοπός που εξυπηρετούν δεν διαθέτει λέξεις – μόνο τις εικόνες που μας γεννά αυτό που ακούμε. Και, όπως καταλάβατε, προσωπικά εγώ έπλασα πολλές.
Καθώς παρακολουθούσα, έβλεπα τον εξαιρετικά εκφραστικό ντράμερ να παίζει σε άκρως doom ρυθμούς (σίγουρα κάτω από 60bpm) και να νιώθει τον κάθε χτύπο κοιτώντας τον κιθαρίστα στα μάτια. Οι εκφράσεις του προσώπου του φώναζαν πάθος, ένταση και απόλυτη κατανόηση του τι διακυβεύεται με κάθε χτύπημα. Όλα είχαν σκοπό και ουσία – κι έτσι τα βίωνε κι εκείνος, και έτσι τα περνούσε σε εμάς. Όπως σχεδόν απότομα ξεκίνησε, έτσι σχεδόν απότομα τελείωσε. Κοίταξα την ώρα. «Λίγο ήταν», είπα από μέσα μου. Αλλά αρκετό για να με παρασύρει. Ο κόσμος φαινόταν να το γουστάρει εξίσου και να ταξιδεύει.
Και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε…
22:15. Η τριάδα από την Αμερική ανεβαίνει στη σκηνή και το κοινό αμέσως δίνει παλμό. Ένα απλό και ειλικρινές “Thank you to be here” από τον frontman και κατευθείαν στο ψαχνό.
Και κάπου εδώ σταματώ να προσπαθώ να βρω λέξεις.
Οι SUMAC είναι ένα αμερικανικό post-metal/experimental metal τρίο, που σχηματίστηκε το 2014 από τον Aaron Turner (φωνητικά, κιθάρα – γνωστός και από τους Isis), τον Brian Cook (μπάσο – Russian Circles, These Arms Are Snakes) και τον Nick Yacyshyn (drums – Baptists). Με ήχο που φλερτάρει με την ακραία παραμόρφωση, την ελευθεριακή δομή και τον αυτοσχεδιασμό, οι SUMAC θεωρούνται από τους πιο ριζοσπαστικούς εκπροσώπους της μοντέρνας avant-garde metal σκηνής. Η μουσική τους δύσκολα περιγράφεται με όρους “κομματιών” — είναι περισσότερο σαν ηχητικά τοπία σύγκρουσης, βίας και ψυχολογικής έντασης. Κάθε live τους είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που απαιτεί ανοιχτά αυτιά και αντοχές.
Ειλικρινά, αυτό που άκουσα δεν είχε συμβατική δομή. Ήταν κάτι πέρα από τις κλασικές φόρμες. Το Κύτταρο κουνιόταν ολόκληρο, τα σβέρκια μπρος-πίσω ασταμάτητα. Ένας drummer-θηρίο με τρομακτική ενέργεια – κι εγώ να τον παρατηρώ περισσότερο από όλους. Αψεγάδιαστος. Το setlist, στα δικά μου αυτιά, φαινόταν ακανόνιστο. Και όμως, οι SUMAC δεν έμοιαζαν να αφήνουν τίποτα στην τύχη. Αυτό με εντυπωσίασε περισσότερο.
Σκασίματα, breakdowns, ντραμιστικά γεμίσματα, παρανοϊκά solo, ένας μόνιμα αργός και βαρύς ρυθμός. Τα φωνητικά – brutal μόνο – ήταν ελάχιστα αλλά δυναμικά. Και παρά το ύφος τους, ήταν πεντακάθαρα στην εκφορά. Ο ήχος solid, δυνατός, σε στιγμές εκκωφαντικός, δημιουργούσε αυτή τη δυσίονη και απόκοσμη ατμόσφαιρα που έπνιγε το χώρο. Πού και πού, κάποια περάσματα μου θύμιζαν τα “δικά μου” μελωδικά λημέρια, αλλά για πολύ λίγο. Το μπάσο – βγαλμένο από τα βάθη της κόλασης. Το κοινό συνεχίζει να headbang-άρει, ενώ βλέπω πρόσωπα να βιώνουν τη μουσική των SUMAC σε άλλο επίπεδο. Το Κύτταρο φίσκα, χωρίς υπερβολή.
Στις 23:30, ακούμε ξανά τη φωνή του Aaron Turner να μας καληνυχτίζει. Κι ο κόσμος – σχεδόν ήσυχα – αρχίζει να αποχωρεί.
Δεν θα κρίνω κανέναν που του αρέσει αυτό το είδος. Ίσως εγώ δεν είμαι ακόμη αρκετά εκτεθειμένος. Αν θα το ξανάκανα; Πιθανότατα ναι. Κυρίως, θέλω να ξανακούσω Omega Monolith. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι – στον post ήχο και σε όλη τη φιλοσοφία αυτής της ιδιαίτερης σχολής του σκληρού ήχου – οι SUMAC φαίνεται να ξέρουν τι κάνουν. Ή… και όχι.